- ἡνιοποιεῖον
- ἡνιο-ποιεῖον, τό,A saddler's shop, X.Mem.4.2.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηνιοποιείον — ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) [ηνιοποιός] εργαστήριο κατασκευής χαλινών … Dictionary of Greek
ἡνιοποιεῖον — saddler s shop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)